ξαγνάντεμα

ξαγνάντεμα
τό
1) обозревание издалека или с высокого места; 2) см. ξάγναντο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξαγνάντεμα" в других словарях:

  • ξαγνάντεμα — το, ατος η παρατήρηση από μακριά, το να διακρίνει κανείς κάτι από μακριά: Το ξαγνάντεμα σαν να το ξέμαθα των ολάνοιχτων τόπων (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαγνάντεμα — το [ξαγναντεύω] 1. η θέα από ψηλά, η παρατήρηση από μακριά και αντίκρυ ή ψηλά 2. τόπος απ όπου μπορεί κάποιος να εποπτεύει τη γύρω περιοχή, το ξάγναντο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»